ἀγχιστευτής

ἀγχιστευτής
-οῦ N 1 0-0-0-1-0=1 Ru 4,1
near kinsman, close relative, redeemer; neol.

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγχιστευτής — ἀγχιστευτής, ο (Α) [ἀγχιστεύω] ο αγχιστεύς* …   Dictionary of Greek

  • αγχιστεύω — ἀγχιστεύω (Α) 1. βρίσκομαι κοντά ή πάρα πολύ κοντά σε κάποιον ή κάτι: «γῆ ἀγχιστεύουσα πόντῳ» (Ευρ. Τρωάδες, στίχ. 224) 2. είμαι ο νόμιμος κληρονόμος κάποιου που πέθανε, λόγω στενής συγγένειάς μου προς αυτόν 3. (στην ΠΔ) α) «ἀγχιστεύω τινά»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”